νηπιόθεν

νηπιόθεν
επίρρ. с младенчества, с детства, с детских, с малых лет

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "νηπιόθεν" в других словарях:

  • νηπιόθεν — (Μ νηπιόθεν) επίρρ. από τη νηπιακή ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. νεό θεν, παιδό θεν)] …   Dictionary of Greek

  • νήπιος — α, ο (ΑΜ νήπιος, ία, ον, Α και νήπιος, ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, ον, Μ ουδ. και νήφιο) 1. το ουδ. ως ουσ. το νήπιο(ν) α) παιδί νηπιακής ηλικίας β) (για πρόσ.) μτφ. πολύ νεαρός, ανήλικος γ) μτφ. άμυαλος, ανώριμος («νήπιος, οὐδὲ τὸ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»